Η λεύκη αποτελεί κατάσταση κατά την οποία πραγματοποιείται αποχρωματισμός του δέρματος σε συγκεκριμένες περιοχές, ονομάζεται διαφορετικά και λευκόδερμα, είναι αυτοάνοσο νόσημα και εμφανίζεται σε άτομα, που έχουν γενετική προδιάθεση .
Παράγοντες, που ευνοούν την εμφάνιση νέων, λευκών κηλίδων είναι τα στενά ρούχα, οι μικροτραυματισμοί, τα γάντια από latex κλπ. Οι ασθενείς που παρατηρούν το δέρμα τους να αποχρωματίζεται ιδιαίτερα σε περιοχές όπως το πρόσωπο, ο τράχηλος, τα χέρια ανησυχούν πολύ και σπεύδουν να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας αφού η λεύκη δεν αποτελεί ούτε καρκίνο του δέρματος, ούτε λοίμωξη. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν είναι κολλητική ασθένεια και οι άνθρωποι , που έχουν λεύκη ζουν φυσιολογικά όπως και οι υπόλοιποι. Η λεύκη μπορεί να προσβάλλει οποιονδήποτε ανεξαρτήτως ηλικίας, ενώ η αιτία εμφάνισής της είναι η καταστροφή των μελανοκυττάρων ή η καθυστέρηση σε ότι αφορά στην παραγωγή της μελανίνης. Η εξωτερική μας εμφάνιση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινή μας ζωή και για αυτό είναι αναμενόμενο κάποιος, που παρατηρεί το δέρμα του να αποχρωματίζεται κατά τόπους να ανησυχεί αλλά και να στενοχωριέται. Για τη λεύκη δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι προκειμένου να σταματήσει τουλάχιστον η εξάπλωσή της. Μια από τις μεθόδους αυτές είναι η ομοιοπαθητική θεραπεία, η οποία δρα ως εξής: 1)Ελέγχει την περαιτέρω εξάπλωση των λευκών κηλίδων βελτιώνοντας το επίπεδο υγείας του πάσχοντα και 2)Βελτιώνει τις ήδη υπάρχουσες λευκές κηλίδες με εντελώς φυσικό τρόπο. Ειδικότερα, η ομοιοπαθητική θεραπεία : - Ενισχύει τη διαδικασία της μελανογένεσης (σύνθεση μελανίνης) -Ελέγχει τη γενετική προδιάθεση του ασθενούς με τη χρήση του κατάλληλου μιασματικού, ομοιοπαθητικού φαρμάκου -Περιορίζει τις βλαβερές επιδράσεις, που έχουν στον οργανισμό μας διάφοροι καταστροφικοί, περιβαλλοντικοί παράγοντες -Βοηθά τον οργανισμό να ξεπερνά πιο ανώδυνα τις στρεσογόνες καταστάσεις και με τον τρόπο αυτό καταστέλλει την εμφάνιση της λεύκης. -Διορθώνει την ορμονική διαταραχή, που συνήθως παρατηρείται σε περιπτώσεις λεύκης και ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο θυρεοειδή αδένα.
Σε ότι αφορά στη θεραπεία της λεύκης θα πρέπει να τονίσουμε πως απαιτείται αρκετός χρόνος για να φανούν τα πρώτα αποτελέσματα. Οι μεγαλύτερες και πιο παλιές αχρωμικές κηλίδες είναι περισσότερο ανθεκτικές στη θεραπεία. Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο με τα πρώτα σημεία να αναζητούμε ιατρική βοήθεια, αφού σε αυτήν την πρώιμη φάση η θεραπεία είναι πιο εύκολη και πιο ταχεία. Το κλειδί για την επιτυχή θεραπεία της λεύκης είναι η υπομονή και η επιμονή. Στις περισσότερες περιπτώσεις το θεραπευτικό αποτέλεμα αρχίζει να γίνεται αντιληπτό μετά από 4-6 μήνες τουλάχιστον. Ομοιοπαθητικά φάρμακα, που χρησιμοποιούνται πιο συχνά στη θεραπεία της λεύκης είναι : -Sepia-ιδιαίτερα όταν παρατηρούμε στατικότητα σε όλα τα επίπεδα (σωματικό, συναισθηματικό, πνευματικό επίπεδο), γυναικολογικά προβλήματα, ορμονικές διαταραχές, κλπ -Arsenicum album- υπερκινητικότητα λόγω έντονης ανησυχίας στο διανοητικό επίπεδο, φοβίες . -Silica-το άτομο ιδρώνει και κρυώνει κλπ -Sulphur-εγωιστής, ακατάστατος, συχνά βρώμικος, ζεσταίνεται, κλπ -Phosphorus- κοινωνικός, ευαίσθητος, φοβάται κλπ -Natrium carbonicum-ευαισθησία, δυσπεψία, κλπ.
Σχόλιο Τα παραπάνω ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν είναι τα μοναδικά για την θεραπεία της λεύκης. Η θεραπεία γίνεται πάντα με την συμμετοχή του ομοιοπαθητικού ιατρού ο οποίος, θα προτείνει την δοσολογία και το πλέον κατάλληλο ομοιοπαθητικό φάρμακο.
Το κακόηθες μελάνωμα στο δέρμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ιατρικό ενδιαφέρον λόγω των επιδημικών διαστάσεων που έχει λάβει σήμερα η επίπτωση του νοσήματος αλλά και λόγω της συσχέτισής του με συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ειδικά για τους Έλληνες λόγω της έντονης ηλιοφάνειας καθόλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα το καλοκαίρι επιβάλλονται τόσο τα μέτρα προφύλαξης από τον ήλιο όσο και ο τακτικός έλεγχος των σπίλων μας.
Το κακόηθες μελάνωμα αποτελεί σήμερα γύρω στο 3% του συνόλου των καρκίνων στο ανθρώπινο σώμα. Το 30-40% των μελανωμάτων αναπτύσσονται σε έδαφος προϋπάρχοντος μελανοκυτταρικού σπίλου ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αναπτύσσεται σε υγιές δέρμα χωρίς την παρουσία συνοδού ή προγενέστερης βλάβης.
Το πρώιμο, έγκαιρα διαγνωσμένο κακόηθες μελάνωμα συνήθως θεραπεύεται, το παραμελημένο όμως μελάνωμα είναι θανατηφόρο. Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης είναι καθοριστική για τη ζωή του ασθενούς.
Παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση κακόηθες μελανώματος:
Όσο περισσότεροι από τους παραπάνω παράγοντες ισχύουν για ένα άτομο τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να εμφανίσει κακόηθες μελάνωμα. Για το λόγο αυτό είναι πολύ σημαντική η ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σε πιθανές ύποπτες αλλαγές των μελαγχρωματικών βλαβών στο δέρμα. Συνιστάται, αρχικά, να εκπαιδεύεται ο ασθενής, να αυτοεξετάζεται περίπου ανά δύο μήνες-πρακτική απλή και ανέξοδη. Η εκπαίδευση θα πρέπει να γίνεται από δερματολόγο και να περιλαμβάνει ενδελεχή παρατήρηση του δέρματος από το κεφάλι έως τα πόδια. Θα πρέπει να εξετάζεται το τριχωτό της κεφαλής, η περιγεννητική χώρα, οι όνυχες, οι παλάμες τα πέλματα αλλά και οι πτυχές. Η αυτοεξέταση συνιστάται να πραγματοποιείται σε καλά φωτισμένο δωμάτιο με τη βοήθεια καθρέφτη ενώ είναι πολύ σημαντικό να απομνημονεύεται η εικόνα των δερματικών βλαβών. Υπάρχει ένας πολύ απλός μνημοτεχνικός κανόνας (μέθοδος ABCDEF) εξαιρετικά χρήσιμος για την έγκαιρη διάγνωση κακοήθους βλάβης. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή παρατηρούμε μήπως κάποιος μελαγχρωματικός σπίλος στο δέρμα μας εμφανίζει ασυμμετρία (asymmetry), ανώμαλα όρια (border), μεταβολές σε ότι αφορά στο χρώμα –χρωματική ανομοιογένεια (color), αύξηση της διαμέτρου του πάνω από 6-7 χιλιοστά(diameter), έγερση από το υπόλοιπο δέρμα (elevation), θετικό οικογενειακό ιστορικό για μελάνωμα (family).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως αν και ο κανόνας ABCDEF διευκολύνει πολύ στην έγκαιρη αναγνώριση των κακοήθων μελανωμάτων, παρόλα αυτά δεν επαρκεί διαγνωστικά. Τα χαρακτηριστικά ABCDEF τα διαθέτουν και καλοήθεις μελαγχρωματικές βλάβες όπως οι δυσπλαστικοί σπίλοι, οι οποίοι αποτελούν δυναμικές βλάβες του δέρματος, που μπορεί σταδιακά να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ή μικρότερη ατυπία. Συνήθως, έχουν διάμετρο > 5mm, είναι ελαφρώς υπεγερμένοι, έχουν χρωματική ανομοιογένεια, ανώμαλο σχήμα με ασαφή όρια ενώ συχνά περιβάλλονται από ερυθηματώδη άλω. Οι περισσότεροι παραμένουν σταθεροί ή υποστρέφουν κατά τη διάρκεια του χρόνου. Τυπικά συμπτώματα κακοήθειας αποτελούν η εξέλκωση, η αιμορραγία, ο κνησμός η ευαισθησία. Έτσι αν τυχόν παρατηρήσουμε κάποια αλλαγή σε μια ελιά στο σώμα μας θα πρέπει να επισκεφθούμε το ταχύτερο δυνατό τον δερματολόγο προκειμένου να πραγματοποιήσει κλινική εξέταση-δερματοσκόπηση. Αν κριθεί απαραίτητο θα γίνει χαρτογράφηση όλων των σπίλων που φέρουμε ή ακόμη και χειρουργική εξαίρεση της ύποπτης βλάβης.
Η δερματοσκόπηση αποτελεί μια χρήσιμη διαγνωστική μέθοδο, η οποία με τη χρήση κατάλληλου φακού, μεγενθύνει τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες του δικτύου της μελαγχρωματικής βλάβης και επιτρέπει στον εξεταστή να διακρίνει απλά τις άτυπες από τις καλοήθεις μελανοκυτταρικές βλάβες. Η χαρτογράφηση των σπίλων αποτελεί εξεταστική μέθοδο κατά την οποία με τη βοήθεια φωτογραφικής μηχανής και ειδικού λογισμικού σε ηλεκτρονικό υπολογιστή γίνεται καταγραφή όλων των σπίλων καθώς επίσης και λεπτομερής εξέταση των υπόπτων για κακοήθεια σπίλων. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης της δερματοσκοπικής εικόνας έτσι ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθησή τους σε βάθος χρόνου.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τόσο η δερματοσκόπηση όσο και η χαρτογράφηση των βλαβών συνιστάται να πραγματοποιείται πριν ξεκινήσει η καλοκαιρινή περίοδος και η έκθεση στον ήλιο ή τρεις τέσσερις μήνες μετά το τέλος των διακοπών. Τότε, το δέρμα έχει επανέλθει πλήρως και οι όποιες μεταβολές μπορούν να είναι περισσότερο ευδιάκριτες. Σε περίπτωση τραυματισμού κάποιας μελαγχρωματικής βλάβης συνιστάται να προηγηθεί η επούλωση αυτής και στη συνέχεια να γίνει δερματοσκόπηση, ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση κακοήθους εξαλλαγής. Ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και η περίοδος της κύησης, λόγω της επίδρασης των ορμονών της εγκυμοσύνης και ιδιαίτερα αν συνδυάζεται με παρατεταμένη έκθεση της εγκύου στον ήλιο. Παρατηρούνται μεταβολές στις μελαγχρωματικές βλάβες, που φέρει, η εγκυμονούσα, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι φυσιολογικές και δεν εμπνέουν ανησυχία.
Τελειώνοντας, υπενθυμίζουμε την αναγκαιότητα προστασίας από την ηλιακή ακτινοβολία ιδιαίτερα τις μεσημβρινές ώρες τόσο με τη χρήση προστατευτικού ρουχισμού (καπέλο με φαρδύ γείσο, ρούχα με πυκνή ύφανση) όσο και με την εφαρμογή αντιηλιακών προϊόντων ευρέως φάσματος και υψηλού δείκτη προστασίας.
Πρόκειται για φλεγμονώδη νόσο, που
χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη πάχυνση της επιδερμίδας, με αποτέλεσμα τα κύτταρα
του δέρματος στις προσβεβλημένες περιοχές
να ανανεώνονται κάθε 3-7 ημέρες, αντί για κάθε 28. Έτσι εμφανίζονται
επηρμένες πλάκες στο δέρμα, που είναι πλούσιες σε λέπια (λεπιδώδεις). Εκτιμάται
ότι 2-5% των ανθρώπων παγκοσμίως πάσχουν από ψωρίαση. Συνηθέστερα προσβάλλονται
οι Καυκάσιοι και οι πληθυσμοί της Βόρειας Ευρώπης ανεξαρτήτου ηλικίας.
Η Ψωρίαση δεν είναι μεταδοτική.
Μπορεί να πυροδοτηθεί από κάποιο μικρόβιο ή ιό (σταγονοειδής Ψωρίαση) αλλά δε
μπορεί κάποιος να την κολλήσει ή να τη μεταδώσει σε κάποιον άλλον. Από την άλλη
πλευρά δεν αποτελεί μόνο ένα απλό εξάνθημα με δυσάρεστη εικόνα αλλά κάτι
περισσότερο αφού επηρεάζει σχεδόν πάντα τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική
υγεία του ασθενούς.
Η Ψωρίαση δεν είναι κάτι παροδικό. Έχει
την τάση να υποτροπιάζει- εμφανίζεται και εξαφανίζεται. Κάποιοι ασθενείς έχουν
παρατηρήσει ότι το νόσημα εμφανίζεται σε αυτούς περιοδικά ως αντίδραση σε
συγκεκριμένα ερεθίσματα ή ότι επιδεινώνεται σε συγκεκριμένες εποχές –συνήθως το
χειμώνα.
Η
Ψωρίαση σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες είναι αποτέλεσμα διαταραχής του
ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού και για αυτό χαρακτηρίζεται ως
αυτοάνοσο νόσημα – το ανοσοποιητικό σύστημα αποδιοργανώνεται και επιτίθεται σε
κύτταρα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού. Καθώς δημιουργούνται τα νέα
κύτταρα και ανέρχονται στην επιφάνεια του δέρματος τα παλιά αποκολλώνται και
αποπίπτουν. Η διαδικασία αυτή στους Ψωριασικούς ασθενείς επαναλαμβάνεται ανά
τακτά χρονικά διαστήματα με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται μεγάλος αριθμός νέων
κυττάρων στο δέρμα και να δημιουργούνται
επηρμένες, λεπιδώδεις αλλοιώσεις (πλάκες). Ακολουθεί μαζική αποκόλληση των
επιφανειακών κυττάρων (κερατινοκυττάρων) από την επιφάνεια του δέρματος, και
δημιουργία λεπιών με λευκό ή ασημί χρώμα. Η υποκείμενη περιοχή είναι ευαίσθητη,
κόκκινη και πιθανώς αιμορραγεί.
Το γονίδιο, που ευθύνεται για την
εμφάνιση της Ψωρίασης δεν έχει ταυτοποιηθεί ακριβώς αλλά η νόσος μοιράζεται
κοινά στοιχεία με άλλα αυτοάνοσα και φλεγμονώδη νοσήματα. Συχνά η Ψωρίαση
συνυπάρχει με αρθρίτιδα, φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, ινσουλινοεξαρτώμενο
διαβήτη, ή σκλήρυνση κατά πλάκας. Η Ψωρίαση πρωτοεμφανίζεται συνήθως μεταξύ 15
και 35 ετών, αλλά απαντά σε κάθε ηλικία-ακόμη και σε νεογέννητα. Συνήθως οι
βλάβες εντοπίζονται στο τριχωτό της κεφαλής, στους αγκώνες και στα γόνατα, ενώ
συχνά προσβάλλονται τα νύχια, οι παλάμες, τα πέλματα τα γεννητικά όργανα, οι
πτυχές του σώματος και σπανιότερα το πρόσωπο. Ένας στους τρεις ασθενείς έχει
οικογενειακό ιστορικό Ψωρίασης. Είναι χαρακτηριστικό πως αν και οι δυο γονείς
πάσχουν τότε οι πιθανότητες να νοσούν και τα παιδιά τους είναι 50%.
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι Ψωρίασης
ανάλογα με την εντόπιση των βλαβών και τη μορφολογία τους με συνηθέστερη την
Ψωρίαση κατά πλάκας (80%).
Διακρίνουμε
επίσης τη σταγονοειδή Ψωρίαση, τη φλυκταινώδη και την ερυθροδερμική μορφή, ενώ
ανάλογα με την εντόπιση των βλαβών διακρίνουμε την Ψωρίαση του τριχωτού της
κεφαλής , των πτυχών του δέρματος (ανάστροφη), των παλαμών των πελμάτων και των
ονύχων.
Η Ψωρίαση κατά πλάκας χαρακτηρίζεται
από την παρουσία πλακών, που καλύπτονται από εύθρυπτα ασημί και λευκά λέπια. Τα
λέπια αυτά βρίσκονται σε διαρκή αποκόλληση και η προσβεβλημένη περιοχή του δέρματος παρουσιάζει έντονη ξηρότητα, πόνο, φαγούρα και
ρωγμές. Συνηθέστερες περιοχές εντόπισης είναι τα γόνατα οι αγκώνες, ο ομφαλός, η μεσογλουτιαία
σχισμή, το τριχωτό της κεφαλής, η περιοχή πίσω από τα αυτιά και η γεννητική
περιοχή.
Η σταγονοειδής Ψωρίαση εκδηλώνεται με μικρές,
εξέρυθρες, μεμονωμένες σταγονοειδείς βλάβες στο δέρμα, που εντοπίζονται κυρίως
στον κορμό, στα άκρα και στο τριχωτό της κεφαλής. Συνήθως πυροδοτείται από
κάποια λοίμωξη και πολύ συχνά εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Πρόκειται για
ασταθή μορφή Ψωρίασης, που μεταπίπτει πολύ εύκολα σε άλλους τύπους και κυρίως
στην κατά πλάκας Ψωρίαση.
Στη φλυκταινώδη μορφή η στοιχειώδης
βλάβη είναι φυσαλίδα με πυώδες υγρό-φλύκταινα. Οι φλύκταινες μπορεί να απαντούν
διάσπαρτα στο σώμα (γενικευμένη μορφή ) ή να περιορίζονται σε παλάμες και
πέλματα (ακροφλυκταίνωση). Αντιμετωπίζεται δύσκολα και υποτροπιάζει συχνά.
Η ερυθροδερμική μορφή Ψωρίασης αποτελεί φλεγμονή, που προσβάλλει το 100% της επιφάνειας του σώματος και χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα, πρήξιμο και ενίοτε έντονο κάψιμο-πόνο. Εμφανίζεται συνήθως μετά από ένα σοβαρό ηλιακό έγκαυμα, από άλλους τύπους Ψωρίασης ή από τη χρήση ορισμένων φαρμάκων. Ο ασθενής μπορεί να καταλήξει αν παραμείνει χωρίς θεραπεία. Η ανάστροφη Ψωρίαση εντοπίζεται στις πτυχές (μασχάλες, βουβωνική χώρα, στο δέρμα κάτω από τους μαστούς, στη γεννητική περιοχή και στους γλουτούς) και εκδηλώνεται με έντονη ξηρότητα του δέρματος, ερυθρότητα και φλεγμονή. Απουσιάζει η απολέπιση στις προσβεβλημένες περιοχές ενώ κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες για την εμφάνισή της είναι η τριβή και ο ιδρώτας. Η Ψωριασική ονυχία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυάριθμων βοθρίων στα νύχια καθώς επίσης και δυστροφικών αλλοιώσεων, όπως υπερβολική πάχυνση ή αποκόλληση και την συναντούμε σε μεγάλο ποσοστό σε ασθενείς με Ψωριασική αρθρίτιδα.
Η διάγνωση της Ψωρίασης συνήθως γίνεται εύκολα από την κλινική εξέταση, σπάνια ο δερματολόγος προβαίνει σε ιστολογική εξέταση- λήψη βιοψίας (ιστοτεμαχίου) και προκειμένου να αποκλειστούν άλλες παρόμοιες ασθένειες του δέρματος, όπως: Φαρμακευτικό εξάνθημα, Τ δερματικό λέμφωμα, δερματίτιδα-έκζεμα, εξωμαστική νόσος Paget. Σε ότι αφορά στη θεραπεία προς το παρόν δε μπορούμε να μιλάμε για ίαση αλλά για περιόδους ύφεσης το νοσήματος. Οι διαθέσιμες θεραπείες σήμερα διακρίνονται στις τοπικές, τις συστηματικές, τις βιολογικές και τη φωτοθεραπεία. Η τοπική αγωγή είναι συνήθως μια κρέμα ή μια αλοιφή και χρησιμοποιείται μόνο για εξωτερική χρήση απευθείας στις βλάβες. Αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής και περιλαμβάνει τα κορτικοστεροειδή, τα ανάλογα της βιταμίνης D, την ανθραλίνη, την πίσσα, το σαλικυλικό οξύ, την ταζαροτένη αλλά και τους αναστολείς της καλσινευρίνης. Όταν η τοπική αγωγή αποτύχει ή όταν η Ψωρίαση είναι σοβαρότερης μορφής τότε χρησιμοποιείται η συστηματική αγωγή- το φάρμακο εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος κι έτσι φθάνει και στα κύτταρα του δέρματος. Συνήθως χρησιμοποιούνται η μεθοτρεξάτη, τα ρετινοειδή και η κυκλοσπορίνη. Επιπρόσθετα χρησιμοποιείται το ηλιακό φως –η υπεριώδης ακτινοβολία. Η φωτοθεραπεία χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είτε με τη μορφή υπεριώδους ακτινοβολίας UVB στενού φάσματος είτε με τη μορφή φωτοχημειοθεραπείας-PUVA.
Οι βιολογικές θεραπείες είναι νεότερες και ονομάζονται έτσι από τους βιολογικούς παράγοντες, που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των αυτοανόσων καταστάσεων. Οι παράγοντες αυτοί είναι συνήθως μονοκλωνικά αντισώματα ή πρωτεΐνες σύντηξης. Οι θεραπευτικές επιλογές είναι πολλές αλλά και οι πληροφορίες, που έχουμε μέχρι σήμερα για την Ψωρίαση καθώς επίσης και για το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στην παθογένεια της νόσου προοιωνίζουν την οριστική αντιμετώπισή του.