Doc.gr
Posted: Wednesday, 25 September 2013

Πρόκειται για φλεγμονώδη νόσο, που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη πάχυνση της επιδερμίδας, με αποτέλεσμα τα κύτταρα του δέρματος στις προσβεβλημένες περιοχές  να ανανεώνονται κάθε 3-7 ημέρες, αντί για κάθε 28. Έτσι εμφανίζονται επηρμένες πλάκες στο δέρμα, που είναι πλούσιες σε λέπια (λεπιδώδεις). Εκτιμάται ότι 2-5% των ανθρώπων παγκοσμίως πάσχουν από ψωρίαση. Συνηθέστερα προσβάλλονται οι Καυκάσιοι και οι πληθυσμοί της Βόρειας Ευρώπης ανεξαρτήτου ηλικίας.          
Η Ψωρίαση δεν είναι μεταδοτική. Μπορεί να πυροδοτηθεί από κάποιο μικρόβιο ή ιό (σταγονοειδής Ψωρίαση) αλλά δε μπορεί κάποιος να την κολλήσει ή να τη μεταδώσει σε κάποιον άλλον. Από την άλλη πλευρά δεν αποτελεί μόνο ένα απλό εξάνθημα με δυσάρεστη εικόνα αλλά κάτι περισσότερο αφού επηρεάζει σχεδόν πάντα τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία του ασθενούς.
          Η Ψωρίαση δεν είναι κάτι παροδικό. Έχει την τάση να υποτροπιάζει- εμφανίζεται και εξαφανίζεται. Κάποιοι ασθενείς έχουν παρατηρήσει ότι το νόσημα εμφανίζεται σε αυτούς περιοδικά ως αντίδραση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα ή ότι επιδεινώνεται σε συγκεκριμένες εποχές –συνήθως το χειμώνα. Η Ψωρίαση σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες είναι αποτέλεσμα διαταραχής του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού και για αυτό χαρακτηρίζεται ως αυτοάνοσο νόσημα – το ανοσοποιητικό σύστημα αποδιοργανώνεται και επιτίθεται σε κύτταρα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού. Καθώς δημιουργούνται τα νέα κύτταρα και ανέρχονται στην επιφάνεια του δέρματος τα παλιά αποκολλώνται και αποπίπτουν. Η διαδικασία αυτή στους Ψωριασικούς ασθενείς επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται μεγάλος αριθμός νέων κυττάρων στο δέρμα  και να δημιουργούνται επηρμένες, λεπιδώδεις αλλοιώσεις (πλάκες). Ακολουθεί μαζική αποκόλληση των επιφανειακών κυττάρων (κερατινοκυττάρων) από την επιφάνεια του δέρματος, και δημιουργία λεπιών με λευκό ή ασημί χρώμα. Η υποκείμενη περιοχή είναι ευαίσθητη, κόκκινη και πιθανώς αιμορραγεί.          
Το γονίδιο, που ευθύνεται για την εμφάνιση της Ψωρίασης δεν έχει ταυτοποιηθεί ακριβώς αλλά η νόσος μοιράζεται κοινά στοιχεία με άλλα αυτοάνοσα και φλεγμονώδη νοσήματα. Συχνά η Ψωρίαση συνυπάρχει με αρθρίτιδα, φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη, ή σκλήρυνση κατά πλάκας. Η Ψωρίαση πρωτοεμφανίζεται συνήθως μεταξύ 15 και 35 ετών, αλλά απαντά σε κάθε ηλικία-ακόμη και σε νεογέννητα. Συνήθως οι βλάβες εντοπίζονται στο τριχωτό της κεφαλής, στους αγκώνες και στα γόνατα, ενώ συχνά προσβάλλονται τα νύχια, οι παλάμες, τα πέλματα τα γεννητικά όργανα, οι πτυχές του σώματος και σπανιότερα το πρόσωπο. Ένας στους τρεις ασθενείς έχει οικογενειακό ιστορικό Ψωρίασης. Είναι χαρακτηριστικό πως αν και οι δυο γονείς πάσχουν τότε οι πιθανότητες να νοσούν και τα παιδιά τους είναι 50%.
         
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι Ψωρίασης ανάλογα με την εντόπιση των βλαβών και τη μορφολογία τους με συνηθέστερη την Ψωρίαση κατά πλάκας (80%).
Διακρίνουμε επίσης τη σταγονοειδή Ψωρίαση, τη φλυκταινώδη και την ερυθροδερμική μορφή, ενώ ανάλογα με την εντόπιση των βλαβών διακρίνουμε την Ψωρίαση του τριχωτού της κεφαλής , των πτυχών του δέρματος (ανάστροφη), των παλαμών των πελμάτων και των ονύχων.          
Η Ψωρίαση κατά πλάκας χαρακτηρίζεται από την παρουσία πλακών, που καλύπτονται από εύθρυπτα ασημί και λευκά λέπια. Τα λέπια αυτά βρίσκονται σε διαρκή αποκόλληση και  η προσβεβλημένη περιοχή του δέρματος  παρουσιάζει έντονη ξηρότητα, πόνο, φαγούρα και ρωγμές. Συνηθέστερες περιοχές εντόπισης είναι τα γόνατα  οι αγκώνες, ο ομφαλός, η μεσογλουτιαία σχισμή, το τριχωτό της κεφαλής, η περιοχή πίσω από τα αυτιά και η γεννητική περιοχή.
         
Η σταγονοειδής Ψωρίαση εκδηλώνεται με μικρές, εξέρυθρες, μεμονωμένες σταγονοειδείς βλάβες στο δέρμα, που εντοπίζονται κυρίως στον κορμό, στα άκρα και στο τριχωτό της κεφαλής. Συνήθως πυροδοτείται από κάποια λοίμωξη και πολύ συχνά εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Πρόκειται για ασταθή μορφή Ψωρίασης, που μεταπίπτει πολύ εύκολα σε άλλους τύπους και κυρίως στην κατά πλάκας Ψωρίαση.
         
Στη φλυκταινώδη μορφή η στοιχειώδης βλάβη είναι φυσαλίδα με πυώδες υγρό-φλύκταινα. Οι φλύκταινες μπορεί να απαντούν διάσπαρτα στο σώμα (γενικευμένη μορφή ) ή να περιορίζονται σε παλάμες και πέλματα (ακροφλυκταίνωση). Αντιμετωπίζεται δύσκολα και υποτροπιάζει συχνά.
         

Η ερυθροδερμική μορφή Ψωρίασης αποτελεί φλεγμονή, που προσβάλλει το 100% της επιφάνειας του σώματος και χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα, πρήξιμο και ενίοτε έντονο κάψιμο-πόνο. Εμφανίζεται συνήθως μετά από ένα σοβαρό ηλιακό έγκαυμα, από άλλους τύπους Ψωρίασης ή από τη χρήση ορισμένων φαρμάκων. Ο ασθενής μπορεί να καταλήξει αν παραμείνει χωρίς θεραπεία. Η ανάστροφη Ψωρίαση εντοπίζεται στις πτυχές (μασχάλες, βουβωνική χώρα, στο δέρμα κάτω από τους μαστούς, στη γεννητική περιοχή και στους  γλουτούς) και εκδηλώνεται με έντονη ξηρότητα του δέρματος, ερυθρότητα και φλεγμονή. Απουσιάζει η απολέπιση στις προσβεβλημένες περιοχές ενώ κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες για την εμφάνισή της είναι η τριβή και ο ιδρώτας.           Η Ψωριασική ονυχία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυάριθμων βοθρίων στα νύχια καθώς επίσης και δυστροφικών αλλοιώσεων, όπως υπερβολική πάχυνση ή αποκόλληση και την συναντούμε σε μεγάλο ποσοστό σε ασθενείς με Ψωριασική αρθρίτιδα.      

Η διάγνωση της Ψωρίασης συνήθως γίνεται εύκολα από την κλινική εξέταση, σπάνια ο δερματολόγος προβαίνει σε ιστολογική εξέταση- λήψη βιοψίας (ιστοτεμαχίου) και προκειμένου να αποκλειστούν άλλες παρόμοιες ασθένειες του δέρματος, όπως: Φαρμακευτικό εξάνθημα, Τ δερματικό λέμφωμα, δερματίτιδα-έκζεμα, εξωμαστική νόσος Paget.  Σε ότι αφορά στη θεραπεία  προς το παρόν δε μπορούμε να μιλάμε για ίαση αλλά για περιόδους ύφεσης το νοσήματος. Οι διαθέσιμες θεραπείες σήμερα διακρίνονται στις τοπικές, τις συστηματικές, τις βιολογικές και τη φωτοθεραπεία. Η τοπική αγωγή είναι συνήθως μια κρέμα ή μια αλοιφή και χρησιμοποιείται μόνο για εξωτερική χρήση απευθείας στις βλάβες. Αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής και περιλαμβάνει τα κορτικοστεροειδή, τα ανάλογα της βιταμίνης D, την ανθραλίνη, την πίσσα, το σαλικυλικό οξύ, την ταζαροτένη αλλά και τους αναστολείς της καλσινευρίνης. Όταν η τοπική αγωγή αποτύχει  ή όταν η Ψωρίαση είναι σοβαρότερης μορφής τότε χρησιμοποιείται η συστηματική αγωγή- το φάρμακο εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος κι έτσι φθάνει και στα κύτταρα του δέρματος. Συνήθως χρησιμοποιούνται η μεθοτρεξάτη, τα ρετινοειδή και η κυκλοσπορίνη. Επιπρόσθετα χρησιμοποιείται το ηλιακό φως –η υπεριώδης ακτινοβολία. Η φωτοθεραπεία χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είτε με τη μορφή υπεριώδους ακτινοβολίας UVB στενού φάσματος είτε με τη μορφή φωτοχημειοθεραπείας-PUVA.          

Οι βιολογικές θεραπείες είναι νεότερες και ονομάζονται έτσι από τους βιολογικούς παράγοντες, που χρησιμοποιούνται  για τον έλεγχο των αυτοανόσων καταστάσεων. Οι παράγοντες αυτοί είναι συνήθως μονοκλωνικά αντισώματα ή πρωτεΐνες σύντηξης. Οι θεραπευτικές επιλογές  είναι πολλές αλλά και οι πληροφορίες, που έχουμε μέχρι σήμερα για την Ψωρίαση καθώς επίσης και για το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στην παθογένεια της νόσου προοιωνίζουν την οριστική αντιμετώπισή του.  



  • Διάδωσέ αυτό το άρθρο: